- συνεχόντως
- συνεχ-όντως, Adv.A = συνεχῶς, Phld.Rh.1.47 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεχόντως — ΜΑ επίρρ. συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συνέχων, οντος τού συνέχω + επιρρ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek